Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

οι τύψεις συνείδησης

  • 1 совесть

    совесть ж η συνείδηση; угрызения \совестьи οι τύψεις συνείδησης
    * * *
    ж
    η συνείδηση

    угрызе́ния со́вести — οι τύψεις συνείδησης

    Русско-греческий словарь > совесть

  • 2 совееть

    совеет||ь
    ж ἡ συνείδηση [-ις]:
    свобода \совеетьи ἐλευθερία τής συνείδησης· угрызения \совеетьи οἱ τύψεις συνειδήσεως· поступать по (против) \совеетьи ἐνεργώ σύμφωνα (αντίθετα) μέ τή συνείδηση μου· делать что-л. на \совееть κάνω κάτι εὐσυνείδητα· не иметь \совеетьи δέν ἔχω φιλοτιμο· для очистки \совеетьи γιά νά ἔχω καθαρή τή συνείδηση μου· без зазрения \совеетьи ξεδιάντροπα ἀσυστόλως по \совеетьи говоря γιά νά μιλήσουμε εἰλικρινά.

    Русско-новогреческий словарь > совееть

См. также в других словарях:

  • ιδεοληψία — Όρος της ψυχολογίας. Πρόκειται για περιοδική και αθέλητη επιβολή ιδεών ή συναισθημάτων στη συνείδηση κάποιου ατόμου, που είναι κατά κανόνα ενοχλητικά και επιζήμια. Υπάρχουν διάφορες κατηγορίες ι. Διακρίνονται με βάση τις ιδέες ή τα συναισθήματα… …   Dictionary of Greek

  • Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι …   Dictionary of Greek

  • συνείδηση — Κάθε άνθρωπος, που, από ψυχοφυσικής άποψης, δεν απομακρύνεται από το κανονικό, περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε μια κατάσταση που του επιτρέπει να «αντιλαμβάνεται», να «έχει συνείδηση» των όσων συμβαίνουν γύρω του και της ίδιας της… …   Dictionary of Greek

  • τύψη — η / τύψις, εως, ΝΜΑ [τύπτω] πληγή, πλήγμα νεοελλ. συν. στον πληθ. οι τύψεις ο έλεγχος τής συνείδησης («έχω τύψεις για το κακό που τού έκανα») …   Dictionary of Greek

  • νυγμός — ο (ΑΜ νυγμός) 1. κέντημα, τσίμπημα, ερεθισμός 2. μτφ. υπαινιγμός, νύξη αρχ. 1. ερεθισμός τών αισθητήριων οργάνων που οφείλεται σε εξωτερικές επιδράσεις ή μεταβολές 2. μτφ. οι τύψεις τής συνείδησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυγ (πρβλ. παθ. αόρ. ἐ νύγ ην)… …   Dictionary of Greek

  • συνθηκολογώ — Ν 1. θέτω τέρμα σε διαμάχη ή σε πόλεμο, συνάπτω συνθήκη ειρήνης, συμβιβάζομαι 2. στρ. κάνω συνθηκολόγηση 3. μτφ. προδίδω τις αρχές μου 4. φρ. «συνθηκολογεί με τη συνείδησή του» μτφ. εφευρίσκει δικαιολογίες προκειμένου να καθησυχάσει τις τύψεις… …   Dictionary of Greek

  • τύψη — η 1. χτύπημα, πλήγμα. 2. μτφ., έλεγχος της συνείδησης: Αν το κάνεις αυτό, θα έχεις τύψεις σ όλη σου τη ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»